„ασύχναστος“ ασύχναστος [aˈsixnastos], ασύχναστη, ασύχναστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unbefahren unbefahren ασύχναστος δρόμος ασύχναστος δρόμος