„ασχεδίαστος“ ασχεδίαστος [asçeˈðiastos], ασχεδίαστη, ασχεδίαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) nicht vorgesehen nicht vorgesehen ασχεδίαστος ασχεδίαστος