ασφαλισμένος
[asfalizˈmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ασφαλισμένη, ασφαλισμένοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- versichertασφαλισμένοςασφαλισμένος
- sozialversichertασφαλισμένος για κοινωνική ασφάλισηασφαλισμένος για κοινωνική ασφάλιση
examples
- ασφαλισμένο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich nVersicherungssummeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ασφαλισμένος
[asfalizˈmenos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)