ασυρματιστής
[asirmatisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, ασυρματίστρια [asirmaˈtistria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Funkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, - inθηλυκό | Femininum, weiblich fασυρματιστήςασυρματιστής