ασυνήθιστος
[asiˈniθistos], ασυνήθιστη, ασυνήθιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ungewöhnlichασυνήθιστος όχι συνηθισμένοςασυνήθιστος όχι συνηθισμένος
- ungewohntασυνήθιστος όχι εξοικειωμένοςασυνήθιστος όχι εξοικειωμένος