„ασυμφωνία“: θηλυκό ασυμφωνία [asimfoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Uneinigkeit Uneinigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ασυμφωνία ασυμφωνία