„ασπρομάλλης“ ασπρομάλλης [asproˈmalis], ασπρομάλλα, ασπρομάλλικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) weißhaarig weißhaarig ασπρομάλλης ασπρομάλλης