„αρωματοπωλείο“: ουδέτερο αρωματοπωλείο [aromatopoˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Parfümerie Parfümerieθηλυκό | Femininum, weiblich f αρωματοπωλείο αρωματοπωλείο