αρχοντικό
[arxondiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Herrenhausουδέτερο | Neutrum, sächlich nαρχοντικόHerrensitzαρσενικό | Maskulinum, männlich mαρχοντικόαρχοντικό