„αρχιτεχνίτης“: αρσενικό αρχιτεχνίτης [arçitexˈnitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Werkmeister Werkmeisterαρσενικό | Maskulinum, männlich m αρχιτεχνίτης αρχιτεχνίτης