αρχιπέλαγος
[arçiˈpelaɣos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Archipelαρσενικό | Maskulinum, männlich mαρχιπέλαγοςInselgruppeθηλυκό | Femininum, weiblich fαρχιπέλαγοςαρχιπέλαγος