„αρχινοσοκόμα“: θηλυκό αρχινοσοκόμα [arçinosoˈkoma]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Oberschwester Oberschwesterθηλυκό | Femininum, weiblich f αρχινοσοκόμα αρχινοσοκόμα