„αρνάκι“: ουδέτερο αρνάκι [arˈnakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lämmchen, Lamm Lämmchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n αρνάκι αρνάκι Lamm(fleisch)ουδέτερο | Neutrum, sächlich n αρνάκι γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ αρνάκι γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ