αρμοδιότητα
[armoðiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zuständigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαρμοδιότηταBefugnisθηλυκό | Femininum, weiblich fαρμοδιότητααρμοδιότητα
- Kompetenzθηλυκό | Femininum, weiblich fαρμοδιότητα καταλληλότητααρμοδιότητα καταλληλότητα