„αργόσχολος“: αρσενικό αργόσχολος [arˈɣosxolos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Müßiggänger Müßiggängerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αργόσχολος αργόσχολος