αργόστροφος
[arˈɣostrofos], αργόστροφη, αργόστροφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schwerfällig, begriffsstutzigαργόστροφοςαργόστροφος
Thank you for your feedback!