„απόψυξη“: θηλυκό απόψυξη [aˈpopsiksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abtauen, Auftauen Abtauenουδέτερο | Neutrum, sächlich n απόψυξη Auftauenουδέτερο | Neutrum, sächlich n απόψυξη απόψυξη examples κάνω απόψυξη abtauen κάνω απόψυξη