απόφοιτος
[aˈpofitos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schulabgängerαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόφοιτοςαπόφοιτος
- Abiturientαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόφοιτος γυμνασίουαπόφοιτος γυμνασίου
- Absolventαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόφοιτος πανεπιστημίου, σχολήςαπόφοιτος πανεπιστημίου, σχολής