„απόφθεγμα“: ουδέτερο απόφθεγμα [aˈpofθeɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leitspruch Leitspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόφθεγμα απόφθεγμα