απόσταγμα
[aˈpostaɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Destillatουδέτερο | Neutrum, sächlich nαπόσταγμααπόσταγμα
examples
- απόσταγμα καφέKaffee-Extraktαρσενικό | Maskulinum, männlich m