απόγνωση
[aˈpoɣnosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Hoffnungslosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόγνωσηVerzweiflungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόγνωσηαπόγνωση