„απρόσκλητος“ απρόσκλητος [aˈprosklitos], απρόσκλητη, απρόσκλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungeladen, ungebeten ungeladen, ungebeten απρόσκλητος απρόσκλητος