„απρόθεσμος“ απρόθεσμος [aˈproθezmos], απρόθεσμη, απρόθεσμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unbefristet unbefristet απρόθεσμος απρόθεσμος