απρόβλεπτος
[aˈprovleptos], απρόβλεπτη, απρόβλεπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
  -   unvorhergesehenαπρόβλεπτος που δεν προβλέφτηκεαπρόβλεπτος που δεν προβλέφτηκε
-   unvorhersehbarαπρόβλεπτος που δεν προβλέπεταιαπρόβλεπτος που δεν προβλέπεται
-   unberechenbarαπρόβλεπτος άνθρωποςαπρόβλεπτος άνθρωπος
