„αποχέτευση“: θηλυκό αποχέτευση [apoˈçetefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kanalisation Kanalisationθηλυκό | Femininum, weiblich f αποχέτευση αποχέτευση