„αποτραβιέμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αποτραβιέμαι [apotraˈvjeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich zurückziehen sich zurückziehen αποτραβιέμαι αποτραβιέμαι