αποταμίευση
[apotaˈmiefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sparenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαποταμίευσηαποταμίευση
examples
- αποταμιεύσειςπληθυντικός | Plural plSpareinlagenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl