„αποσυναρμολόγηση“: θηλυκό αποσυναρμολόγηση [aposinarmoˈlojisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ausbau, Demontage Ausbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m αποσυναρμολόγηση Demontageθηλυκό | Femininum, weiblich f αποσυναρμολόγηση αποσυναρμολόγηση