αποσυμπιέζω
[aposimbiˈezo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- dekomprimierenαποσυμπιέζω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υαποσυμπιέζω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ