αποσπασματικός
[apospazmatiˈkos], αποσπασματική, αποσπασματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- fragmentarischαποσπασματικόςαποσπασματικός
Thank you for your feedback!