„αποσβολωμένος“ αποσβολωμένος [apozvoloˈmenos], αποσβολωμένη, αποσβολωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) entgeistert entgeistert αποσβολωμένος αποσβολωμένος