„αποπλέω“: αμετάβατο ρήμα αποπλέω [apoˈpleo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auslaufen auslaufen αποπλέω πλοίο αποπλέω πλοίο