„αποπλάνηση“: θηλυκό αποπλάνηση [apoˈplanisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verführung Verführungθηλυκό | Femininum, weiblich f αποπλάνηση αποπλάνηση