αποξήρανση
[apoˈksiransi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Austrocknenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαποξήρανσηTrockenlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποξήρανσηαποξήρανση