„απολύω“: μεταβατικό ρήμα απολύω [apoˈlio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kündigen, entlassen kündigen (κάποιον jemandem) απολύω entlassen (κάποιον jemanden) απολύω απολύω