„αποκρυπτογραφώ“: μεταβατικό ρήμα αποκρυπτογραφώ [apokriptoɣraˈfo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) entziffern entziffern αποκρυπτογραφώ αποκρυπτογραφώ