„αποκορύφωμα“: ουδέτερο αποκορύφωμα [apokoˈrifoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Höhepunkt Höhepunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m αποκορύφωμα αποκορύφωμα