αποκηρύσσω
[apokjiˈriso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ächtenαποκηρύσσωαποκηρύσσω
- exkommunizierenαποκηρύσσω θρησκεία | Religionθρησκαποκηρύσσω θρησκεία | Religionθρησκ