„αποκηρυγμένος“ αποκηρυγμένος [apokjiriɣˈmenos], αποκηρυγμένη, αποκηρυγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geächtet geächtet αποκηρυγμένος αποκηρυγμένος