αποκάλυψη
[apoˈkalipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aufdeckungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποκάλυψη ξεσκέπασμααποκάλυψη ξεσκέπασμα
- Entlarvungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποκάλυψη ψεύτη, κλέφτηαποκάλυψη ψεύτη, κλέφτη
- Enthüllungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποκάλυψη φανέρωσηαποκάλυψη φανέρωση
- Offenbarungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποκάλυψη μυστικούαποκάλυψη μυστικού
- Apokalypseθηλυκό | Femininum, weiblich fαποκάλυψη θρησκεία | Religionθρησκαποκάλυψη θρησκεία | Religionθρησκ