„αποθηλάζω“: μεταβατικό ρήμα αποθηλάζω [apoθiˈlazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) entwöhnen entwöhnen αποθηλάζω παιδί αποθηλάζω παιδί