„αποθεραπεύω“: μεταβατικό ρήμα αποθεραπεύω [apoθeraˈpevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auskurieren auskurieren αποθεραπεύω αποθεραπεύω