αποθεράπευση
[apoθeˈrapefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Heilungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποθεράπευσηGesundwerdenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαποθεράπευσηαποθεράπευση