„αποδεκατισμός“: αρσενικό αποδεκατισμός [apoðekatizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dezimierung Dezimierungθηλυκό | Femininum, weiblich f αποδεκατισμός αποδεκατισμός