„απογοητεύω“: μεταβατικό ρήμα απογοητεύω [apoɣoiˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) enttäuschen enttäuschen απογοητεύω απογοητεύω