„απογειώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα απογειώνομαι [apojiˈonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abheben, abfliegen, starten abheben, abfliegen, starten απογειώνομαι αεροπλάνο, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ απογειώνομαι αεροπλάνο, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ