αποβάθρα
[apoˈvaθra]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αποβάθρα
- Anlegestelleθηλυκό | Femininum, weiblich fαποβάθρα για πλοίααποβάθρα για πλοία
Thank you for your feedback!