„απελευθερώνω“: μεταβατικό ρήμα απελευθερώνω [apelefθeˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) freilassen, befreien freilassen, befreien (από von) απελευθερώνω απελευθερώνω