απειλητικός
[apilitiˈkos], απειλητική, απειλητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- drohend, bedrohlich, Droh-απειλητικός βλέμμα, στάσηαπειλητικός βλέμμα, στάση
examples
- απειλητική χειρονομίαθηλυκό | Femininum, weiblich fDrohgebärdeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απειλητικό τηλεφώνημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nDrohanrufαρσενικό | Maskulinum, männlich m