„απαρηγόρητος“ απαρηγόρητος [apariˈɣoritos], απαρηγόρητη, απαρηγόρητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) untröstlich untröstlich απαρηγόρητος απαρηγόρητος